Normal 0 false false false MicrosoftInternetExplorer4 /* Style Definitions */ table.MsoNormalTable {mso-style-name:"Table Normal"; mso-tstyle-rowband-size:0; mso-tstyle-colband-size:0; mso-style-noshow:yes; mso-style-parent:""; mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt; mso-para-margin:0cm; mso-para-margin-bottom:.0001pt; mso-pagination:widow-orphan; font-size:10.0pt; font-family:"Times New Roman"; mso-ansi-language:#0400; mso-fareast-language:#0400; mso-bidi-language:#0400;}

Από τη στιγμή που μαθαίνουμε εμείς οι Έλληνες τις λέξεις «άρτος», «ύδωρ», «οίνος», αναρωτιόμαστε πως μας προέκυψαν μέσα από τους αιώνες οι αντίστοιχες ψωμί, νερό και κρασί. Δυστυχώς σε καμμιά απ’ όλες τις βαθμίδες του σχολείου δεν προβλέπεται η ανάλυση των λέξεων της νεοελληνικής που αγνοούμε την ετυμολογία ή την ελληνικότητά τους. Είναι ενδιαφέρον να ξέρουμε ότι ο άρτος λεγόταν και ψωμός, κι ότι ο οίνος πινόταν πάντα ως κράμα (κρασί), με την προσθήκη νεαρού (νερού)δηλ. φρέσκου, ύδατος στους κρατήρες.

 Στο ένθετο που συνοδεύει το CD «Της προσφυγιάς τραγούδι», μια εκπληκτική δουλειά έφηβων παιδιών του Πολ. συλλόγου Κοιλάδας Λάρισας, με την αρωγή του

δασκάλου τους Γιάννη Γκουτσίδη, καταγράφεται ότι στο Βορειοθρακικό ιδίωμα, το νερό λέγεται ‘νεαρό’. Διαβάζουμε στο τραγούδι «Το παναΐρι ήταν πολύ»,

-Μάνα νιαρό, κρύο νιαρό να πιω κι εγώ κι η Τσάμπος. Επισημαίνεται επίσης ότι το « αι » και το « ε » προφέρονται « ι ».

Ψάχνοντας την ετυμολογία λέξεων του θρακικού ιδιώματος για τα «Παραμύθια της Θράκης», οδηγήθηκα μπροστά σε πολλές εκπλήξεις .Για παράδειγμα η λέξη σήτα που χρησιμοποιούν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας για το κόσκινο, κι έχουμε μάθει να την αποφεύγουμε ως «χωριάτικη», προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «σήθω» που σημαίνει κοσκινίζω!

Ανακάλυψα όμως και κάποια πράγματα που δεν αναφέρονται στα λεξικά, παρά σε μεμονωμένα βιβλία ερευνητών. Η λέξη «καρσί» που σημαίνει απέναντι εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί τουρκική. Τη χρησιμοποιούμε και για να ονομάσουμε τον αντικρυστό χορό εννέα ογδόων, τον «καρσιλαμά», που χορευόταν στη Μακεδονία και Θράκη, στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία κυρίως στην Ιωνία, Προποντίδα, Καππαδοκία, Φρυγία, στα θρακοπελαγίτικα νησιά, στη Μυτιλήνη και Αιολίδα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν έχει τουρκική ή αραβική ή περσική ετυμολογία. Το ανυποψίαστο μυαλό μας εκπλήσσεται μπροστά στην αλήθεια και θαυμάζει την ομοιότητα. Το «καρσί» προέρχεται από το επίρρημα εγκάρσια και χρησιμοποιήθηκε από ελληνόφωνους όσο και από τουρκόφωνους ελληνικούς πληθυσμούς.

Μια άλλη λέξη του ιδιώματός μας που ούτε καν αναφέρεται στα λεξικά είναι η «βούκα», η μπουκιά δηλαδή, ψωμιού κυρίως. Δεν βρίσκω τυχαία την ομοιότητά της με την αρχ. λέξη βέκος που σημαίνει ψωμί. Τη θεωρώ σαφώς πλησιέστερη στο βέκος παρά στην ιταλική bocca που σημαίνει πόρτα και από κει ετυμολογούν κάποιοι τη συνώνυμη μπουκιά.

Αυτή που με χαροποίησε ιδιαιτέρως ήταν η τόσο κοινόχρηστη λέξη τσίπουρο. Στα κοινά λεξικά θεωρείται απλά σκοτεινής ετυμολογίας και παρατίθεται η υπόθεση ότι ίσως προέρχεται από το τουρκικό sapre.

Κι εκεί που τόσο εύκολα τα χαρακτηρίζουμε όλα τουρκικά, διαβάζω στο βιβλίο «Μονοξυλίτης ή Μονοξυλίδιον» των Συμεών και Ελένης Οφλίδη , σελ. 156, πως «ο Γαληνός απεδίδου εις σκευασίαν τινά εκ σταφυλών κατεσκευασμένην, το «οξυπόριον», δύναμίν τινα διαχεομένην παραχρήμα δια των φλεβών». Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει το οξυπόριον στη νεοελληνική αν όχι τσίπουρο; Παρομοίως το οξυγαρίζω έγινε τσιγαρίζω ενώ στα λεξικά παρουσιάζεται ως πιθανό ηχοποίητο! Το συρίζω έγινε τσιρίζω, το οξυσυρίζω τσιτσιρίζω. Ελπίζοντας ότι δεν σας κούρασα θα αναφέρω και δύο λέξεις ακόμη που εκ του προχείρου, και χωρίς τεκμηρίωση, χαρακτηρίζονται στα λεξικά, τουρκικές.

Η λέξη κεφτές ή κιοφτές όπως τον προφέρουν στα χωριά μας προέρχεται από το επίθετο κοφτός καθώς είναι κοφτό κρέας, κιμάς όπως λέμε .Στη Νικήσιανη Παγγαίου, ακόμη και σήμερα  ο παραδοσιακός κιμάς που μπαίνει στις πίττες και στους λαχανοντολμάδες είναι ψιλοκομμένο κρέας που κόβεται με το μαχαίρι. Στο βιβλίο του Δημήτρη Αλεξάνδρου «Καλάς, οι Έλληνες των Ιμαλαΐων» στη σελ.140-141, διαβάζουμε ότι αυτοί οι Μακεδόνες των Ιμαλαΐων, παρασκευάζουν κρεατόπιττα με ψιλοκομμένο ψαχνό κρέας, κρέας κοφτό. Με την συμβολή της τεχνολογίας και την πάροδο των καιρών, το ψιλοκομμένο κρέας στην ελληνική μαγειρική αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον κιμά, τόσο στην κρεατόπιττα ή τους λαχανοντολμάδες, όσο και στον κεφτέ.

 Επίσης η λέξη τραχανάς ή τραχανός όπως λέγεται στην Καππαδοκία αλλά και σε άλλους ελληνικούς τόπους προέρχεται από το επίθετο τραγανός. Όντως ο τραχανάς είναι ζύμη που απλώνεται στον ήλιο, αφυδατώνεται, ξεραίνεται και τρίβεται.