Τη Μεγάλη βδομάδα του 1996 αποφασίσαμε έτσι ξαφνικά μια παρέα, να κάνουμε Πάσχα στο Πατριαρχείο. Ένας φίλος μουσικός, ο Λουκάς Μεταξάς, που γνώρισα στην ηχογράφηση της «Μανιώς», ταξίδευε συχνά στην Πόλη ψάχνοντας για παραδοσιακά όργανα, και διασκέδασε τους φόβους μας για το άγνωστο, μας έκλεισε δωμάτια, μας ενημέρωσε για το νόμισμα, τη μετακίνησή μας, κι ότι χρειάζεται κανείς να ξέρει για ένα ταξίδι σε μια χώρα φορτωμένη με φήμες, μνήμες και συναισθηματική φόρτιση.

            Η διαδρομή Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο του ΟΣΕ από την Καβάλα, νύχτα Μεγάλης Παρασκευής. Στην Ξάνθη, το σχεδόν άδειο λεωφορείο άρχισε να γεμίζει και στην Κομοτηνή γέμισε ασφυκτικά. Ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα. Η πρώτη στάση έγινε στην Κεσσάνη. Με κατεστραμμένο κάθε τι ελληνικό, η Κεσσάνη διατηρώντας παρεφθαρμένο το ελληνικό όνομά της (Kessan), παρουσίαζε τη μορφή μιας απρόσωπης τσιμεντούπολης. Μελαγχολική και μουντή, καταμεσής στον ατέλειωτο κάμπο. Στρατόπεδα σε πρώτο πλάνο, με τον επιβατικό σταθμό ένα τσιμεντένιο τέρας,

ήταν μια πόλη χωρίς παρελθόν, χωρίς να σέβεται το παρόν της, τη φύση, τον άνθρωπο, την αρμονία.

            Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι την Πόλη, απρόσωπες πολιτείες ξεφυτρώναν με πανομοιότυπες πολυκατοικίες άνω των δέκα ορόφων, χωρίς μπαλκόνια, χωρίς πάρκα και χωρίς  καθόλου κατοίκους ακόμη.

            Ραιδεστός και Σηλυβρία, με τη γαλάζια θάλασσα της  Προποντίδας στα πόδια τους διατηρούσαν μια κοσμοπολίτικη αίγλη. Η Θρακική γη που διέσχισαν οι πατέρες μας με αντίθετη πορεία, ερχόμενοι πρόσφυγες στην Ελλάδα. Οι παππούδες, οι γονείς μου, εγώ, γεννηθήκαμε στα όρια του ελλαδικού κράτους. Στην σχολική εκπαίδευσή μου δεν συμπεριλήφθηκαν ποτέ γνώσεις για την ιστορία της δραματικής εξόδου των Ανατολικοθρακιωτών. Ατενίζοντας την παντελώς άγνωστή μου Ανατολική Θράκη, ανακάλυπτα  μια από πάντα γνωστή μου  προαιώνια προγονική  γή. Ανεξέλεγκτα με φόρτιζαν, έντονα συναισθήματα.

            Μεγάλο Σάββατο

            Μεγάλο Σάββατο στο Πατριαρχείο. Ένα ελληνικό γκρουπ εκδρομέων, για λίγα λεπτά στον Πατριαρχικό Ναό, ήλθε, είδε και απήλθε. Το πρόγραμμα στα οργανωμένα τουριστικά γκρουπ, περιλαμβάνει ολιγόλεπτη  μόνο επίσκεψη στο Πατριαρχείο. Προέχει συνήθως,  η διασκέδαση στα «χανουμάκια».

            Το Πατριαρχείο μας δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτο από Έλληνες.

            Έβλεπες νεαρές Ρωσσίδες με λευκές μαντήλες, Ρουμάνες μοναχές, Παλαιστίνιους. Ο Πατριαρχικός Ναός, σχεδόν άδειος! Μπορούσες άνετα να γονατίσεις, μπορούσες να κλάψεις, ανενόχλητος από αδιάκριτα βλέμματα.

            Μεταλάβαμε ευλαβικά από το χέρι του Πατριάρχη Βαρθολομαίου.

            Τα Πάθη και η Ανάσταση αποκτούσαν άλλη διάσταση. Ψάλλαμε όλοι, λαός και κλήρος μαζί, το «Χριστός Ανέστη». Οι γυναίκες από την Πρίγκηπο πού ήρθαν για προσκύνημα από τη Ελλάδα, έκλαιγαν. Ο Πρέσβυς της Ελλάδας στην Άγκυρα, ανέγνωσε  το «Πιστεύω», κι ο Πρόξενος στην Πόλη, το «Πάτερ ημών».

            Κυριακή του Πάσχα

            Την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Λειτουργία, ανεβήκαμε στο Πατριαρχικό Μέγαρο που μετά από καταστροφική πυρκαγιά αποκαταστάθηκε πλήρως με δωρεά του μεγάλου ευεργέτη Παναγιώτη Αγγελόπουλου. Όλοι σαν μέλη μιας οικογένειας, κάναμε «Χριστός Ανέστη» μεταξύ μας, εμείς οι άγνωστοι, με τον Πρόξενο, τον Πρέσβυ, τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη, με ομογενείς, μπήκαμε στη σειρά κι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος πλησίαζε τον καθένα ιδιαίτερα και  μιλούσε με οικειότητα.

            Ρώτησε από ποιό μέρος της Ελλάδας ήρθαμε, μας έδωσε την «ευλογία», ένα επίχρυσο σταυρουδάκι κι ένα αυγό περίτεχνα ζωγραφισμένο στο χέρι  από Ρωσσίδες μοναχές, και αν και άγνωστοι  μεταξύ αγνώστων, μας κάλεσε  να απολαύσουμε τον Πασχαλινό αμνό στο επίσημο γεύμα μαζί του.

            Με επίκεντρο το Πατριαρχείο, περιδιαβαίναμε στο Φανάρι. Αρχοντικά σπίτια χτισμένα για να δηλώνουν περίτρανα τη διαχρονική παρουσία των Ρωμιών. Ελληνικές επιγραφές ακόμη και σήμερα, Καρυάτιδες, μάρτυρες μιας ευημερούσας κοινωνίας, με όνειρα,

            Όλα αυτά ρημαγμένα, λεηλατημένα, βρώμικα. Αναρωτιέμαι πως να αισθάνονται αυτοί που τα κατοικούν, επήλυδες από την Ανατολή. Ξανθά παιδάκια  παίζαν αμέριμνα στη σκιά της Μεγάλης του Γένους Σχολής, στα κατηφορικά καλντερίμια που οδηγούν στον Κεράτιο.

            Ψηλαφούσαμε την ιστορία, ανιχνεύαμε τα συναισθήματα στα κτίρια, στα δρομάκια, στις μανάδες με τα λευκά χαμογελαστά πρόσωπα. Καθισμένες, φορώντας πολύχρωμες βράκες,  στα σκαλοπάτια των αρχοντικών το  απογευματάκι, μας δείχνουν με προθυμία που θα βρούμε το «Καχριέ τζαμί», στη Μονή της Χώρας μέσα συνδετικό κρίκο με κάποιο απώτερο χριστιανικό παρελθόν;

            Ξάφνου, σ’ ένα πλάτωμα η Μονή της Χώρας. Μια Αγγλίδα από ένα γκρουπ τουριστών, μας ρωτά αν μπορούμε να της εξηγήσουμε τι σχέση έχει το όνομα «Χώρα» με την Παναγία γιατί ο ξεναγός αδυνατούσε. Μου ήταν δύσκολο να μεταφράσω ικανοποιητικά τον όρο «Χώρα του Αχώρητου», και προσπαθούσα σπασμωδικά.

            Ο τόπος και ο χρόνος

            Στην Πόλη,  περιδιαβαίνεις με το χρόνο να σε ξεγελά. Διασχίζεις με τα πόδια τη γέφυρα του Γαλατά , βλέπεις τα καράβια που κατευθύνονται πότε στα Πριγκηπόνησα και το Μαρμαρά, πότε προς τη Μαύρη Θάλασσα. Ο αέρας των τριών θαλασσών σου δροσίζει το πρόσωπο. Δεξιά το Φανάρι και το Πατριαρχείο, αριστερά η Αγιά-Σοφιά και ο Ιππόδρομος. Κάπου εκεί η Σκεπαστή Αγορά, το «Καπαλί Τσαρσί», μ’ όλα τα χρώματα και τ’ αρώματα της Ανατολής.

            Στην Αγιά-Σοφιά με τις αριστουργηματικές μορφές της Δέησης μισοκατεστραμμένες, αναρωτιέσαι πως μπόρεσε χέρι ανθρώπου να βεβηλώσει μια τέτοια τέχνη.

            Το Μπλε Τζαμί έργο του Σινάν,  Ρωμηού από την Καππαδοκία, εμπνευσμένο από τη χάρη της. Ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Τουρκίας αναγκάστηκε στην γνωστή, αποτελεσματική τακτική του εξισλαμισμού για να σώσει το κεφάλι του και την οικογένειά του.

            Χρόνια μετά επισκεπτόμενη το Κάιρο, ο Αιγύπτιος ξεναγός, μας  παρουσίαζε τους τρεις τύπους τεμενών που κοσμούσαν το Κάιρο , μεταξύ των οποίων ο τουρκικός, που δημιούργησε ο Σινάν με πρότυπο την Αγιά-Σοφιά και τους  αντίστοιχους βυζαντινούς ναούς.

            Έξω από το  Μπλε τζαμί,  μπήκαμε σ’ ένα μαγαζί με εντυπωσιακά κεραμικά. Μιλώντας ελληνικά για τις αποχρώσεις και τα σχέδια, μας

            Επιστροφή

            Θυμάμαι μια κούραση ατέλειωτη πάνω στο άβολο κάθισμα του λεωφορείου. Το βλέμμα αναζητούσε αχόρταγα την ομορφιά των τοπίων που εναλλάσσονταν από το παράθυρο. Μια καταπράσινη ανοιξιάτικη Θράκη, λόφοι, σταθμοί, χωριά, πόλεις…

            Αυτή τη φορά σταματήσαμε σ’ ένα κεντρικό σημείο της Ραιδεστού για ανάπαυλα και νοιώσαμε τη ζωή και τη δροσιά της πόλης.

            Ένα ξύλινο αρχοντικό, όπως συνηθιζόταν να κτίζονται τα σπίτια τον προηγούμενο αιώνα στη Θράκη και στην Πόλη, ολόλευκο, βγαλμένο λες από όνειρο!

            Μια πολύχρωμη νότα, το τοπικό παζάρι με τα εμπορεύματα απλωμένα στα πεζοδρόμια.

            Η ατμόσφαιρα κρυστάλλινη κι ο αέρας, δροσερός, θαλασσινός.

            Η υπόλοιπη διαδρομή βρισκόταν στην τροχιά της αντίστροφης μέτρησης.

            Ο Έβρος, τα φυλάκια με τις σημαίες των δύο χωρών καταμεσής της γέφυρας , το Τελωνείο των Κήπων και τα χωριά με τις εκκλησούλες τους πια, και πολύ συχνά, μέχρι να μπούμε στη Μακεδονία, με εκκλησία και τζαμί μαζί.

           

            Δ.Μ