Το κάλεσμα για το γάμο ξεκινούσε από το πρωί της Τετάρτης πριν το γάμο. Ένα παλληκάρι ,φίλος του γαμπρού, ντυμένο με την καλή του φορεσιά, έπαιρνε στο χέρι τη μπούκλα, και καβαλίκευε το άλογό του, στολισμένο κι αυτό, να πάει να καλέσει. Η μπούκλα, δηλαδή μπουκάλα, είναι ξύλινο δοχείο, σκαλιστό, σε σχήμα μπουκαλιού. Αντί για φελλό, στο στόμιό του,  τοποθετούσαν ένα κλωνί βασιλικό. Γέμιζαν τη μπούκλα «γνήσιο» κρασί, κι έδινε απ’ αυτό σ’ όλους τους συγγενείς και φίλους που προσκαλούσε στο γάμο, να πιούν από μια γουλιά.

Η ίδια διαδικασία γινόταν κι από την πλευρά της νύφης , από μια κοπέλα της γειτονιάς, φιλενάδα της.

     ΤΑ ΠΡΩΤΟΨΩΜΑ

Η επόμενη μέρα, η Πέμπτη, ήταν αφιερωμένη και στα δυο σπίτια στο πλάσιμο της κουλούρας, όπου έκαναν από δυο σκαφίδια ψωμί στο καθένα.

Μαζεύονταν κορίτσια που είχαν εν ζωή και τους δύο γονείς τους, φιλενάδες της νύφης στο ένα σπίτι και συγγένισσες του γαμπρού στο άλλο, έκαναν προζύμι, ζυμώνανε δυο – τρεις φούρνους, το οποίο κάνανε όλο κουλούρες.

Ζυμώνοντας τραγουδούσαν σε αργό, ελεύθερο ρυθμό:

«Τα πρωτόψωμα κι Αη-Γιωργόψωμα, ποιος σε ζύμωσε;

-Ποιος σε ζύμωσε, σε πρωτόπλασε; -Κόρ’ με ζύμωσε.

-Κόρ’ με ζύμωσε πό’χ’ τη μάνα της, τον πατέρα της ,

Πό’ χ’ τ’ αδέρφια της , τα ξαδέρφια της.»

 

Πλάθανε το ζυμάρι σε σχήμα στρογγυλό, βγάζανε από τη μέση το ζυμάρι μ’ ένα ποτήρι, και γύρω-γύρω κάνανε διάφορα σχέδια. Οι κουλούρες  «κεντιούνταν» με καρύδια, αμύγδαλα, σουσάμι και άλλα.

Μόλις τις βγάζανε απ’ το φούρνο, ακόμη ζεστές, τις αλείφανε με μέλι.

Κάθε κορίτσι ξόμπλιαζε μια κουλούρα για τον καλό του, που την έπαιρνε μαζί του και θα την έδινε το Σαββατόβραδο στο παλληκάρι που αγαπούσε, κι αυτό θα της έδινε χρήματα.

Στη συνέχεια πιάνονταν στο χορό και τραγουδούσαν, λέγοντας στον ανάλογο στίχο τα ονόματά τους, μια-μια :

« Πρωτόψωμο, πρωτόψωμο και πρωτοζυμωμένο

Και ποια σε πρωτοζύμωσε και ποια θα σε χωρίσει;

-Δέσπω ( ή Θοδώρα ή οποιοδήποτε όνομα) με πρωτοζύμωσε, Δέσπω θα με χωρίσει,

Να πό’ χ’ τα χέρια παχουλά, τα νύχια της βαμμένα»

 

Οι υπόλοιπες  κουλούρες έμπαιναν μέσα σε μάλλινους τορβάδες που κρεμούσαν στον ώμο τα κορίτσια και ντυμένα με τα καλά τους, τα μοίραζαν στα σπίτια.

Την Παρασκευή το πρωί, οι κοπέλες σιδερώνουν και απλώνουν την προίκα στα σκοινιά. Φτιάχνουν πίτες, βάζουν τα κομμάτια σε πήλινες πιατέλες και ντυμένες με τις καλές φορεσιές τους, πηγαίνουν στο σπίτι  του κουμπάρου να τον φιλέψουν- τρόπον τινά, του «κάνουνε το τραπέζι», στο σπίτι του.

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

Το Σάββατο πρωί-πρωί, βοηθούσαν στην καθαριότητα και το στολισμό του σπιτιού της νύφης, όπου θα γινόταν το βράδυ το γλέντι, το φαγοπότι και ο χορός, και στην προετοιμασία των φαγητών.

Σάββατο βράδυ μαζεύονταν όλοι στο σπίτι της νύφης . Οι καλεσμένοι της νύφης και ο γαμπρός με τους καλεσμένους του, αφού πρώτα έπαιρναν με τα όργανα τον κουμπάρο.

Στο τέλος του γλεντιού, τα κορίτσια έδιναν τις κουλούρες στα παλληκάρια που αγαπούσαν.

Όταν όλοι έφευγαν στα σπίτια τους, δυο κορίτσια φίλες της νύφης που είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή, έμεναν για να κοιμηθούν μαζί της. Έστρωναν κάτω, πρώτη ξάπλωνε η νύφη. Της έβαζαν σπόρους κεχριού στο δεξί μανίκι κι έκαναν τρεις κύκλους  γύρω της , ρίχνοντας λίγο-λίγο κεχρί. Μετά ξάπλωναν, εκατέρωθεν της νύφης η κάθε μια.

ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

Το Σάββατο πρωί πήγαιναν από το σπίτι του γαμπρού στον κουμπάρο φαγητό και μια κουλούρα. Στο σπίτι του γαμπρού ερχόταν ο «μπερμπέρης» ,να «μπερμπερίσουν το γαμπρό, μαζί με τον κουμπάρο».

Ενώ ξύριζαν το γαμπρό, οι φίλοι του τραγουδούσαν:

«Μπαρμπέρη μ΄ τα ξουράφια σου

Καλά να τ’ακονίσεις

Να μη ματώσεις το γαμπρό

Και τον κακοκαρδίσεις»

«Μπαρμπέρη μ’ τα ξουράφια σου

Να τα μαλαματώσεις

Να ξουραφίσεις το γαμπρό

Να μην τον αιματώσεις»

«Φέρτε σαπούνι από τη Χιο

Νερό από την Πάρο

Να μπερμπερίσουν το γαμπρό

Μαζί με τον κουμπάρο»

Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Την Κυριακή το πρωί έντυναν τη νύφη και το γαμπρό. Στο σπίτι της νύφης, τα κορίτσια την στολίζουν και τραγουδούν:

«Τώρα η νύφ’ στολίζεται

Και βάζει τα χρυσά της

Να πάει να πάρ’ τον σταυραητό

Μέσα στην αγκαλιά της»

«Νύφη στο σπίτι που θα πας

Να διπλοπροσκυνήσεις

Την πεθερά, τον πεθερό,

Πολύ να τους τιμήσεις»

«Νυφούλα μ’ το φουστάνι σου

Αγγέλοι σου το ράψαν

Και κάτω στον ποδόγυρο

Το όνομά σου γράψαν»

Κάτω από το δεξί της παπούτσι της έβαζαν να πατάει ένα πέταλο, και της εύχονταν να είναι πάντα «σιδερένια». Ολόγυρά της σκορπούσαν σπόρους κεχριού. Το πέπλο της έπεφτε και μπρος, καλύπτοντας το πρόσωπό της.

Στο σπίτι του γαμπρού, τα παλληκάρια ντύναν τον γαμπρό που πατούσε σ’ ένα μεγάλο σινί και με τη συνοδεία οργάνων και χορεύοντας, πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο και να πάνε στο σπίτι της νύφης. Μόλις έφθαναν, η κουμπάρα έδινε φιλοδώρημα στις « μπρατίμισσες», για να της επιτρέψουν να μπει στο δωμάτιο της νύφης. Εκεί την στολίζει με τέλια, γιρλάντες και πέπλο και οι κοπέλες τραγουδούν:

«Σε γέλασαν μανούλα μ’, σε πήραν το παιδί σου,

Σε πήραν την τριανταφυλλιά μέσα από την αυλή σου»

«Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’, σι πήραν την κουπέλα

Για ένα ζευγάρ’ παντούφλες , για ένα δαχτυλίδι»

«Στη σκάλα που θα κατεβείς, να μην αναστενάξεις

Γιατί εδώ γεννήθηκες κι αλλού πας να γεράσεις»

Ο γαμπρός θα δώσει κι αυτός με τη σειρά του φιλοδώρημα στις κοπέλες για να τον αφήσουν να πάρει το «σεντούκι» με την προίκα (Σίδιο Αν. Θράκης). Ο γαμπρός μαζί με τον « παράγαμπρο», « προσκυνούν» τρείς φορές έξω από την πόρτα της νύφης. Η πόρτα ανοίγει και η νύφη βλέπει τον γαμπρό μέσα από ένα καθρέφτη. Ο γαμπρός κάνει τρία βήματα και πιάνει την νύφη απ’ το χέρι. Η νύφη βγαίνοντας στο κατώφλι του σπιτιού, ενώ παίζουν τα όργανα, ρίχνει στον κόσμο που είναι συγκεντρωμένος  ένα μήλο. Αν το έπιανε άνδρας, το πρώτο παιδί του ζευγαριού θα ήταν αγόρι. Αν το έπιανε γυναίκα, κορίτσι.

Ο «ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ»

Η νύφη επέστρεφε στο πίσω δωμάτιο και τα κορίτσια έκλειναν την πόρτα μέχρις ότου ο γαμπρός δώσει ένα χρηματικό ποσόν. Αυτό ήταν το λεγόμενο «πούλημα της νύφης». Όταν άνοιγαν επί τέλους την πόρτα κι έμπαινε ο γαμπρός, η πεθερά του έδινε τρία χτυπήματα στην πλάτη γιατί της  έπαιρνε την κόρη της. Κατόπιν έρραινε σταυρωτά την νύφη, με ρύζι και καραμέλλες, τρείς φορές.

«Θέλεις ράνε με, γλυκιά μου μάνα, θέλεις ράνε με μαργαριτάρι.

Θέλεις βάλε με, γλυκιά μου μάνα, κι αργυρό σταυρό να με φυλάγει»

«Έβγα ν’ έβγα μωρ’ μάνη μ, να δγιείς πώς τρέμ’ ο ήλιος,

Πώς τρέμ’, πως κυματίζει ώσπου να βασιλέψει.

Σε γέλασαν μωρ’ μάνη μ’ , σε πήραν την κοπέλα,

Για ένα ζευγάρ’ παντούφλις, για ένα δαχτυλίδι.»

Η μάνα της νύφης την  έπιανε από το δεξύ χέρι, την πήγαινε τρία βήματα μπροστά και την έβαζε να χορέψει. Αφού χόρευε τρείς γύρους, σταματούσε, την έπιανε ο γαμπρός «αγκαζέ», και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά από  τους νεόνυμφους χόρευαν τα παλληκάρια και οι κοπέλες χορούς συγκαθιστούς και μαντηλάτους.( Στη Δυτ.Θράκη, οι γυναίκες  χορεύουν  κρατώντας  καθρέφτη, που συμβολίζει την καθαρότητα της νύφης, στολισμένες σκούπες από ψάθα, κι ένα Σταυρό φτιαγμένο από δυο κλωνάρια και στολισμένο με μήλα, πορτοκάλια, λουλούδια και πολύχρωμες φούντες.)

Την ώρα της στέψης, ο γαμπρός είχε το νου του στον «Απόστολο», να πατήσει το πόδι της νύφης, ώστε να κουμαντάρει αυτός στο σπίτι.

Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ

Μετά τη στέψη, νεόνυμφοι και καλεσμένοι πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού.

Στη Βιζύη τραγουδούν:

«Άστρα μου χαμηλώσυρτε και σύννεφα διαβείτε

Για να περάσ’ η νιόνυφη κι ύστερις περπατείτε»

«Κατέβα μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης

Για να ιδείς το γιόκα σου και την καινούρια νύφη σ’»

Η μάνα του γαμπρού τους περιμένει και τους υποδέχεται στην  εξώπορτα. Βάζει ένα σίδερο να πατήσουν οι νεόνυμφοι, τους δίνει μ’ ένα κουταλάκι μέλι γι να τους γλυκάνει, τους ραίνει με ρύζι και κουφέτα, και πετά το πιάτο που περιείχε το ρύζι. Αν το πιάτο πέσει «μπρούμυτα», το πρώτο τους παιδί θα είναι αγόρι, αν όχι, κορίτσι. Δωρίζει στην νύφη ένα φόρεμα, και της δίνει να πάρει στην αγκαλιά της ένα αγοράκι. Στο «αλώνι», δηλαδή στην αυλή του σπιτιού ήταν στρωμένο το τραπέζι για το σόϊ του γαμπρού.

ΤΟ ΔΩΡΙΣΜΑ

Στο Μπογιαλίκι της Αν.Ρωμυλίας,  έμπηγαν δυο παλούκια, έβαζαν μια «στρώση», δηλαδή μια κουβέρτα, κι εκεί πίσω στεκόταν όρθιος ο γαμπρός. Η «ντεβερίνα» (παράνυμφη), έβγαζε στο τραπέζι τη νύφη μ’ ένα πανέρι γεμάτο δώρα. Η νύφη έπαιρνε ένα-ένα τα δώρα,και ξεκινόντας πρώτα από τον πεθερό, την πεθερά και τον κουμπάρο, τα έβαζε στον ώμο καθενός, ασπαζόταν το χέρι του και αυτοί την έδιναν χρήματα.

Τα καλύτερα δώρα, όπως πουκάμισα υφαντά στον αργαλειό, πετσέτες υφαντές, κάλτσες πλεγμένες στο χέρι και κεντημένες με ξόμπλια, χαρίζονται σ’αυτούς, ενώ οι άλλοι συγγενείς παίρνουν μικρότερα δώρα.

(Συνεχίζεται)