Παραμύθια
-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ +
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί τι θέση έχει ένα τέτοιου είδους βιβλίο στην ψυχαγωγία και διαπαιδαγώγηση του σήμερα, ασχέτως από την όποια αξία μιας λαογραφικής καταγραφής. Θα υποστήριζε ίσως κανείς πώς το λαϊκό παραμύθι εκφράζει εποχές που ανήκουν για πάντα στο παρελθόν κι όχι στην τόσο γρήγορα εξελισσόμενη τεχνολογικά κοινωνία μας. Ότι ο φανταστικός κόσμος του παραμυθιού αντιτίθεται στην ωμή ρεαλιστικότητα της εποχής μας. Θα μπορούσε μ’ άλλα λόγια να ισχυριστεί κανείς πως οι εποχές που μικροί και μεγάλοι κρεμόταν από τα χείλη των παραμυθάδων απ’ την πρώτη στιγμή που άρχιζε η αφήγηση ως το τέλος, παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Read More -
OI TΡΕΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΚΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) +
Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει. Μια φορά κι έναν καιρό πήγ’ η γάτα στο χορό και δε χόρεψε καλά και της κόψαν την ουρά . Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας. Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό χωριό, ζούσαν τρείς ορφανές κοπέλλες με το γέρο πατέρα τους . Ήταν έμορφες, καλές κι άξιες, όμως κανείς απ’ το χωριό, δεν έστελνε προξενιά να τις γυρέψει .Βλέπετε, κείνα τα χρόνια, τα πεθερικά ήθελαν η νύφη να’ χει προίκα, κι αυτές ήταν οι φτωχότερες. Δεν είχαν μαντήλι που λέει ο λόγος, ούτε δεύτερο φουστάνι ν’ αλλάξουν! Το καλυβάκι που έμεναν ρημαδιό, από παντού έμπαζε. Read More -
Η ΚΑΛΗ ΜΠΑΜΠΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΤΕΙΝΑΡΑΚΙ ΤΗΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) +
Παραμύθι μυθικό, κάτσε κάτω να σε πω. Το ροδάνι κι η ανέμη μες στη μέση είναι στημένη δώσ’ την κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει. Καλησπέρα τ’ παραμυθιού. Μια φορά κι έναν καιρό, πίναν οι γάιδαροι νερό. Πάω και γω εκεί κοντά, για να πιώ καμμιά χουφτιά, μ’ αρχινίσαν στην κλωτσιά! Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, διψασμένος θ’απομείνω. Να κι οι δυο γριές καρσί, με τους πετεινούς μαζί. Read More -
ΤΟΥ ΣΑΚΟΡΑΦΟΥ Η ΤΥΧΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) +
Έναν καιρό κι ένα ζαμάνι ήταν ένας σακοράφος, φτωχός πάμφτωχος. Όλα τον πήγαιναν απ΄ το κακό στο χειρότερο. Τα παιδιά του αρρώσταιναν, τα χρέη πλήθαιναν, τους θέριζε κι η πείνα. Νύχτα-μέρα έραφτε στ’ αργαστηρούδι του σακκιά, δούλευε χωρίς σταματημό για να τα βγάλει πέρα και τραγουδούσε τον ίδιο σκοπό: “ Μονάχος μου την έκλεισα μονάχος μου την έκλεισα”. Μια νύχτα περνούσε εκεί κοντά ένας άρχοντας, βλέπει φως στο παραθύρι, παραξενεύτηκε ποιός να δουλεύει τέτοιαν ώρα. Πλησιάζει, ακούει το σακοράφο να τραγουδά : ‘‘Μονάχος μου την έκλεισα, μονάχος μου την έκλεισα’’. Read More -
Ο ΠΑΠΑΣ , Ο ΔΕΣΠΟΤΑΣ ΚΙ Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΟΣ +
Μια φορά ήταν ένας δέσποτας αυστηρός, κέρβερος. Ήταν κι ένας καλός παπάς που αγαπούσε το ψάρεμα. Το έμαθε ο δεσπότης, τον λέει, κάθε μέρα θα με φέρνεις φρέσκα ψάρια. Μια μέρα πάει ο παπάς τα ψάρια στο δεσπότη, τον βλέπει ο πρωτοσύγκελος. -Φέρε εδώ τα ψάρια τον λέει κι έχω το παιδί άρρωστο. -Θα με τιμωρήσει ο δέσποτας. -Φέρ’ τα δω και μη σε μέλλει. Κανονίζω εγώ. Περιμένει ο δεσπότης ψάρια, τίποτα. Θύμωσε, στέλνει μήνυμα στον παπά, τρεις μήνες αργία. Πάει ο παπάς: -Αμάν δέσποτα έχω παιδιά, οικογένεια. Πάει κι η παπαδιά: -Έχουμε μικρά παιδιά, πώς θα ζήσουμε; Read More -
Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΑΤΗΣ +
Μια φορά ήταν δυό, τσακώθηκαν, ρίξαν ξύλο, πάνε στον κατή να βρουν το δίκιο τους. Φώναζαν κι οι δυo μαζί. - Ένας-ένας, λέγε εσύ, τους είπε ο κατής. -Αυτός μ’ έβρισε και τον χτύπησα. Μόλις τον χτύπησα πήρε ένα ξύλο και με χτύπησε κι αυτός. Είπε, είπε -Εσύ, τον λέει ο κατής, δίκιο έχεις. Τώρα ν’ ακούσουμε και τον άλλο. Read More -
ΑΜΑ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ +
Μια φορά, λέει ένας στη γυναίκα του: -Να κοιμηθώ νωρίς κι αύριο ταχιά-ταχιά να πάω στο παζάρι. -Άμα θέλει ο Θεός, θα πάς. -Μωρέ θέλει δε θέλει ο Θεός, εγώ πρέπει ταχιά να πάω στο παζάρι. Παίρνει το γαϊδουράκι του ταχιά-ταχιά, και κινάει. Στα μισά του δρόμου τον πιάνουν ληστές, τον ληστεύουν, τον δίνουν κι ένα καλό ξύλο, πήραν και το γάιδαρο, πάει με τα πόδια στο σπίτι. Read More -
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΓΕΛΑΡΟΠΟΥΛΕΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) +
Θα σε πω ένα παραμύθι το κουκί και το ρεβύθι, εμαλώνανε στη βρύση. Πέρασε και η φακή και τους βάζει φυλακή. Πέρασε και το φασόλι, κι ούλους τους ξελευτερώνει. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αγελάρης πού’χε τρείς θυγατέρες. Mε το χάραμα, πήγαινε τα γελάδια στη βοσκή, και το γιόμα γυρνούσε αποκαμωμένος στο σπιτικό του. Καρσί στην αυλίτσα τους, ήταν το παλάτι του βασιλιά. Μια μέρα, κει που έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος, πήγε η τρανή η αγελαροπούλα να ποτίσει το μπαξέ. Έβγαλε νερό απ’το πηγάδι, γιόμισε το γκιουμάκι και πότιζε. Είχαν μια κληματαριά, ροδιά, τριανταφυλλιές, και πολλά βασιλικά. Το βασιλόπουλο, κείν’ την ώρα σεργιανούσε στο λιακωτό και την είδε. Στάσου λέει, να την περιπαίξω: Read More
- 1