Η ΚΑΛΗ ΜΠΑΜΠΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΤΕΙΝΑΡΑΚΙ ΤΗΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

Παραμύθι μυθικό, κάτσε κάτω να σε πω.

Το ροδάνι κι η ανέμη μες στη μέση είναι στημένη

δώσ’ την κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Καλησπέρα τ’ παραμυθιού.

Μια φορά κι έναν καιρό, πίναν οι γάιδαροι νερό.

Πάω και γω εκεί κοντά, για να πιώ καμμιά χουφτιά,

μ’ αρχινίσαν στην κλωτσιά!

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, διψασμένος θ’απομείνω.

Να κι οι δυο γριές καρσί, με τους πετεινούς μαζί.

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο γριές γειτόνισσες. Η μια η μπάμπω, καλή αλλά πάμφτωχη. Η γιάλλη πλούσια, αλλά κακότροπη και σπαγγοραμένη. Ντίπ δε βοηθούσε, μήτε σπλαχνίζονταν.

Η φτωχιά, τίποτα στον κόσμο δεν είχε, μόν’ ένα πετειναράκι κι αυτό κουτσό. Το τάιζε, το πότιζε, το μιλούσε, το πονούσε, το είχε σαν παιδάκι της. Κι αυτό όμως, πολύ την αγαπούσε. Μανίτσα την ανέβαζε, μανίτσα την κατέβαζε.

Έβλεπε το καημένο που ζούσαν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, καίγονταν η καρδούλα του πώς να βοηθήσει.

Μια μέρα όπως κούρνιαζε στην ποδιά της μπάμπως και το χάιδευε τα φτερούδια του, την έπιασε το παράπονο.

 

-Αχ! πετειναράκι μ’! αναστέναξε, μόνο σένα έχω στον κόσμο και να μην έχω τί να σε ταΐσω!

-Μανίτσα, την λέγει αυτό, σύ μόνο μένα έχεις στον κόσμο κι εγώ μόνο σένα. Άλλο δε βαστώ να σε βλέπω μες στη φτώχεια . Θέλω κάτι να κάνω, να βοηθήσω. Θα πάω στην καζάντιση να καζαντίσω, να φέρω παράδες.

-Πώς θα πας παιδάκι μου πού’ σαι και κουτσό, μόνο χωρίς συντροφιά; Κάλλιο να περνούμε φτωχά, να μοιραζόμαστε το ξεροκόμματο, παρά να σε χάσω!

-Πρέπει να πάω μανίτσα .

-Τότε θα παρακαλέσω κι εγώ τη γειτόνισσα να στείλει και τον πετεινό της αντάμα, μιας κι είναι γερός στα πόδια να σε προσέχει.

Πάει η μπάμπω τά’ πε στη γειτόνισσα.

-Μη στενοχωριέσαι γειτόνισσα, θα στείλω και το δικό μ’ πέτ’νο αντάμα, να στον προσέχει, είπε αυτή.

Αμ δεν τό’ κανε γιατί σπλαχνίστηκε το πετειναράκι, παρά γιατί ήθελε να την φέρει κι ο δικός της πετεινός παράδες. Πιάνει τον ταΐζει καλά-καλά να βαστήξει στο δρόμο, και τον λέγει:

-Άκου πετεινάρι μ’ φάε καλά γιατί θα σε στείλω στην Πόλη μαζί με τον κουτσό. Σαν βγείτε στο τσαρσί, πού’ χει κόσμο πολύ, παράτα τον να χαθεί, και τρέξε να καζαντίσεις, να με φέρεις φλουριά το ταχύτερο.

Κίνησαν τα πετειναράκια, πάγαιναν-πάγαιναν, ο ένας άφαγος και κουτσός όλο αργοπορούσε, ο άλλος όλο πρότρεχε. Με τα πολλά, έφτασαν στην Πόλη τη μεγάλη, και ζύγωσαν τα σαράγια του βασιλέα.

Λέει ο κακός ο πέτ’νος με το νου του:

-Εγώ αυτόν τον κουτσαμένο θα περιμένω; Δε ρίχνω μια τρεχάλα να φτάσω στην καζάντιση πριν απ’ αυτόν, να καζαντίσω, να γυρίσω στην κυρά μου και στο σπιτάκι μου μια ώρα αρχύτερα;

Παίρνει μια μεγάλη φορά κι αρχίζει να τρέχει .

-Βρε, γείτονα! Βρε πού μ’ αφήνεις το καημένο, πού με παρατάς μες στην Πόλη μοναχούτσικο; κακάριξε ο κουτσός.

Ο άλλος, μήτε γύρισε να τον διεί.

Πάει τότε κούτσα-κούτσα ως το παλάτι, ανεβαίνει στου βασιλιά την κοπριά, κι έμ’ έδειχνε με τα φτερούδια του τον πέτ’νο που έτρεχε, έμ’ έκρωζε δυνατά :

-Ανάθεμα τη βασιλοπούλα τ’, με πήρε το φλουράκι μου!

Κακάριζε, τσίριζε, δε σταματούσε. Μαζεύτηκε κόσμος, τον ακούει κι ο βασιλέας απ’ το παλάτι.

-Ποιός είν’ αυτός ο παλιοπέτ’νος που καταριέται τη βασιλοπούλα μου;

-Είναι ένας κουτσός και κακομοιριασμένος. Διαλαλεί πάνω στην κοπριά βασιλέα, αποκρίνεται ο υπηρέτης. Κι όσο μπόι τον λείπει, τόσο φωνή βγάζει. Πώς να τον κάνουμε να ησυχάσει, δεν ξέρω!

-Σύρτε πιάστε τον, και βάλτε τον σ’ ένα δωμάτιο γιομάτο χρυσά φλουριά, να πάψει να τσιροκοπάει για το έρμο το φλουράκι του και να μην καταριέται τη βασιλοπούλα μου. Ύστερα σφάξτε τον, να τον κάνουμε μια καλή σούπα, να τον δείξω εγώ!

Αφού για ένα φλουρί ξεσήκωσε τον κόσμο, σκέφτηκε ο βασιλιάς, άμα τον βάλω σ’ ένα δωμάτιο γιομάτο, θα θαμάξει και θα το βουλώσει .

Σαν τον βάλαν στο δωμάτιο με τα χρυσά φλουριά και φύγαν, αναπουπούλιασε αυτός, χώνεται όλος μες το φλουρί, γιόμισαν τα φτερούδια του από κάτω, έδειξε άλλος τόσος.

……….

 

 

 

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

 

 

να σε πω= Στο γλωσσικό ιδίωμα της Μακεδονίας , Θράκης, Κωνσταντινούπολης, Μ. Ασίας, και μέρους της Θεσσαλίας, χρησιμοποιείται η αιτιατική της προσωπικής αντωνυμίας ως αντικείμενο στη θέση της αρχαίας δοτικής .

καλοστεκούμενη(η)=σε καλή οικονομική κατάσταση

γριίτσα, γρίτσα= γριούλα

 Καίγονταν τα τζιγέρια του ή η καρδούλα του, ή τα σωθικά του = είχε μεγάλη στενοχώρια.

παράς (ο)= χρήμα >τουρκ. para. Κέρμα τουρκικό ίσο με το 1/40 του γροσσιού.

ντίπ (επιρρ.)= καθόλου, εντελώς>τουρκ. dip

θ’κός μου = δικός μου (ιδιωματικό)

κρέμα με = κρέμασέ με

μανίτσα την ανέβαζε, μανίτσα την κατέβαζε= διαρκώς την αποκαλούσε

βίτσα (η) = λεπτή βέργα >σλαβ.vitsa  >λατιν. Vitea

καζάντιση (η) = μεγάλη πολιτεία με πολλές δουλειές, ξενιτιά

καζαντίζω (ρ) = κάνω περιουσία (τουρκ. kazandim )

τσαρσί (το) = η κεντρική αγορά 

αρχινάει (ρ) = αρχίζει (ιδιωματική έκφραση)

με φούρια = με βιασύνη

γιαβρί = μικρό ζώου, μτφ. χαιδευτικό για μικρά παιδιά.

 

 

 

ΣΧΟΛΙΑ

 

Το παραμύθι αφηγήθηκε ο Χρήστος Γιαννόπουλος, από το Γαλλικό Κιλκίς. Το άκουσε από τη μητέρα του, καταγόμενη από το χωριό Κιστρίτσα, Χαριούπολης (οι πρόσφυγες από την Κιστρίτσα κατοικούν σήμερα στα χωριά Πέρινθο και Γαλλικό Κιλκίς και Καλά Δένδρα, Σερρών).

Η έμμετρη εισαγωγή που χρησιμοποίησα προέρχεται από  παραλλαγή του ιδίου παραμυθιού από την Αίνο που διασώζει η Καλλ. Παπαθανάση- Μουσιοπούλου στα Πρακτικά του ΣΤ’ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου.

Η αινίτικη εκδοχή έχει ως εξής: Δύο γριές γειτόνισσες η μια καλή και η άλλη πονηρή και κακιά έχουν από μια κότα. Μια μέρα η κότα της καλής πάει να βοσκήσει στο λιβάδι. Γύρισε το βράδυ παραφουσκωμένη και το πρωί το κοτέτσι ήταν γεμάτο φλουριά. Ζηλεύει η γειτόνισσα στέλνει και τη δική της κότα μα το πρωί δε βρίσκει τίποτε. Αρπάζει την κότα και τη χτυπάει στη ράχη.

Μα εκείνη αντί να βγάλει νομίσματα, όπως ήταν τρομαγμένη δώσ’ του “τσούρτ” κουτσουλιές.

 

Τα παραμύθια εκτός από ψυχαγωγία προσέφεραν και διαπαιδαγώγηση. Τέρπουν και διασκεδάζουν, ταυτόχρονα όμως συμβουλεύουν, καθοδηγούν, ενισχύουν τις αξίες της τοπικής κοινωνίας, σατυρίζουν έμμεσα ή άμεσα . Σ’ αυτό συμβάλλει η αντιπαράθεση διαφορετικών χαρακτήρων και καταστάσεων: π.χ. στο συγκεκριμένο παραμύθι αντιπαραβάλλεται η καλή και φτωχή μπάμπω με την κακή και πλούσια, το κουτσό και πεινασμένο πετειναράκι με το αρτιμελές και καλοταϊσμένο. Πάντα υπάρχει πάλη του καλού με το κακό, περιπετειώδης έως αγωνιώδης, και στο τέλος θριαμβευτική δικαίωση και επικράτηση του καλού και του αδύναμου. Στα λαικά παραμύθια δεν υπάρχει περιθωριοποίηση.