Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί τι θέση έχει ένα τέτοιου είδους βιβλίο στην ψυχαγωγία και διαπαιδαγώγηση του σήμερα, ασχέτως από την όποια αξία μιας λαογραφικής καταγραφής.
Θα υποστήριζε ίσως κανείς πώς το λαϊκό παραμύθι εκφράζει εποχές που ανήκουν για πάντα στο παρελθόν κι όχι στην τόσο γρήγορα εξελισσόμενη τεχνολογικά κοινωνία μας. Ότι ο φανταστικός κόσμος του παραμυθιού αντιτίθεται στην ωμή ρεαλιστικότητα της εποχής μας. Θα μπορούσε μ’ άλλα λόγια να ισχυριστεί κανείς πως οι εποχές που μικροί και μεγάλοι κρεμόταν από τα χείλη των παραμυθάδων απ’ την πρώτη στιγμή που άρχιζε η αφήγηση ως το τέλος, παρήλθαν ανεπιστρεπτί.
Ίσως μάλιστα κάποιοι θεωρούν πώς το λαϊκό παραμύθι με τις πεντάμορφες βασιλοπούλες, τις νεράιδες και τους δράκους, είναι αναχρονιστικό, ξεπερασμένο και κάποτε βάρβαρο.
Ισχύουν άραγε τα παραπάνω; Αν ναι, τότε πώς εξηγείται το λαϊκό παραμύθι να παραμένει το πρώτο στην προτίμηση των παιδιών λογοτεχνικό είδος; Είναι τυχαίο το ότι ψυχαγωγεί και διδάσκει μικρούς και μεγάλους, σ’ όλους τους λαούς του κόσμου, από την αρχαιότητα; Γιατί και στις μέρες μας ζει και βασιλεύει; Γιατί στα ωραιότερα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας συγκαταλέγονται και παραμύθια, όπως του Άντερσεν, που εμπνεύστηκε από λαϊκούς νορβηγικούς θρύλους και δανέζικες παραδόσεις τα οποία μετέπλασε, και της Χαλιμάς που αποτελεί συλλογή ανατολικών, ινδοπερσικών και αραβικών λαϊκών ιστοριών;
Στην εποχή μας, με μεγάλη προσαρμοστικότητα το παραμύθι πέρασε από την προφορική αφήγηση και το γραπτό κείμενο, στο δίσκο, στο CD, στο θέατρο, στις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές.
Κινούμενα σχέδια, τηλεοπτικές σειρές, σαπουνόπερες, βασισμένα σε στοιχεία και δομές λαϊκών παραμυθιών σαγηνεύουν το κοινό τους ανεξαρτήτως ηλικίας.
Το υπερφυσικό στοιχείο που εκπροσωπείται στα λαϊκά παραμύθια από δράκους , στοιχειά, μαγικά αντικείμενα και τα συναφή, με την αγωνία , το φόβο, το θαυμασμό, την ένταση, την έκπληξη που προξενεί στον ακροατή επιτείνει το ενδιαφέρον και τη συγκινησιακή φόρτιση.
Ενώ όμως στο λαϊκό παραμύθι χρησιμοποιείται με μέτρο, η σύγχρονη βιομηχανία του θεάματος χρησιμοποιώντας το παραμύθι, προβάλλει ανεξέλεγκτες και παντοδύναμες δυνάμεις του κακού που αντί να γελοιοποιούνται και να τιμωρούνται όπως στο λαϊκό παραμύθι, κυριαρχούν και γίνονται διαστρεβλωμένα πρότυπα .
Ο έξω από την καθημερινή πραγματικότητα κόσμος του παραμυθιού, είναι απαραίτητος για τη δραστηριοποίηση της παιδικής κι όχι μόνο, φαντασίας, γι’ αυτό ο αλλοτινός ή φανταστικός κόσμος χρησιμοποιείται και στις πιο μοντέρνες και προχωρημένες εκδοχές σύγχρονων «παραμυθιών».
Αυτό το φανταστικό πλαίσιο με τις πανανθρώπινες αξίες που διασώζει ως «καταστάλαγμα αιώνων», συντελεί στο να αντιληφθούμε παιδιά και μεγάλοι, ένα κόσμο πιο πραγματικό και πιο αληθινό από την καθημερινότητά μας: Την ελπίδα που νικά, την καλοσύνη που ανταμείβεται, την τόλμη που κατορθώνει, την υπομονή, την αυταπάρνηση, την ομόνοια.
Όσο για τους κακούς βεζίρηδες, τις καλές νεράιδες, τους κουτούς δράκους, υπάρχουν και στην εποχή μας με διαφορετικά όμως ονόματα.
Το λαϊκό παραμύθι σε αντίθεση με το οποιοδήποτε έντεχνο, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο συγγραφέα αλλά είναι συλλογικό λαϊκό δημιούργημα, που διατηρεί ετερόκλητα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία βγαλμένα από τη ζωή και τα βιώματα των απλών ανθρώπων. Όπως σε μια ανασκαφή ενυπάρχει το ένα στρώμα πολιτισμού πάνω στο άλλο ή το νεώτερο οικοδόμημα διατηρεί ένα αγκωνάρι ή κίονα από παλαιότερο κτίσμα.
Για το λαϊκό παραμύθι ισχύει αυτό που λέει ο Κόντογλου για το δημοτικό τραγούδι «...βλέπουμε κάποιαν αλήθεια και μιαν εντέλεια που δε τη φτάνουνε οι σπουδασμένοι ποιητάδες με τα εργαλεία τους. Γιατί οι απλοί άνθρωποι είναι τ’αληθινά παιδιά της φύσης, κι έχουνε ανταπόκριση μαζί της, ...κι ότι φτίαξουνε αυτά τ’αληθινά παιδιά της, δεν είναι φτιαστό, αλλά είναι αληθινό και καθαρό, σαν τα ίδια τα βουνά και σαν τη θάλασσα και σαν τον αγέρα που φυσά και σαν τον πρίνο......και σαν το όρνιο που κόβει βόλτες απάνω από μιαν έρημη ράχη. Μήτε πέννα πιάσανε στα χέρια τους, μηδέ χαρτί, μηδέ μελάνι. Κι από στόμα σε στόμα απόμεινε στον κόσμο...»
Τα παραμύθια αυτού του βιβλίου δεν είναι κείμενα που τα «πήρα» από κάπου, αλλά στιγμές που έζησα μαζί μ’αυτούς που μου τα αφηγήθηκαν. Άλλοτε μου λέγαν για τον παππού, τη γιαγιά, τους θείους, τις γυναίκες που τα διηγούνταν όταν αυτοί ήταν παιδιά, άλλοτε ξεκαρδίζονταν κι οι ίδιοι με τις περιπέτειες, άλλοτε παράτειναν την αγωνία, ή ζωντάνευαν με τις εκφράσεις τους την αφήγηση.
Προσπάθησα με την αμεσότητα της λαϊκής έκφρασης και το χρώμα των ιδιωματισμών να διατηρήσω τη ζεστασιά και το δυναμισμό της αφήγησης. Εξάλλου χρησιμοποιώντας μια αποστειρωμένη «σύγχρονη» γλώσσα, διασκευάζοντας κι αλλάζοντας ότι ξενίζει, τί το διαφορετικό θα είχαν αυτά τα λαϊκά παραμύθια της Θράκης από ένα οποιοδήποτε παραμύθι;
Η ετυμολογία κάποιων λέξεων και εκφράσεων είτε διατηρούνται ως σήμερα είτε όχι, θεώρησα ότι οδηγεί σ’ ένα απαραίτητο συνειρμό του παρόντος με το παρελθόν.
Στον Κώστα Ξενόπουλο οφείλεται η πραγματοποίηση της έκδοσης και προβολής αυτών των παραμυθιών. Μου έδωσε την ώθηση να δουλέψω πάνω σ’ αυτά τα παραμύθια μ’αγάπη και σεβασμό για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η εμπνευσμένη εικονογράφηση του κειμένου στηριγμένη στη βυζαντινή και λαϊκή μας ζωγραφική παράδοση συμπληρώνει την ολοκληρωμένη παρουσίαση των παραμυθιών ώστε να τα απολαύσουμε και οπτικά.
Ευχαριστώ θερμά τον Κώστα Ξενόπουλο, τη γιαγιά Δόμνα, τη συχωρεμένη θεία Μαρία Αλμπανίδου, το Χρήστο Γιαννόπουλο, τον κυρ-Νίκο Δαφλίδη, τον κύριο Χρόνη Αηδονίδη, την κυρία Κατίνα Καραγαβριηλίδου, τη Δόμνα Αδαμίδου, τον σύζυγό μου Δημήτρη Σβάρνα για την βοήθειά του στον υπολογιστή και την υπομονή του .
Οι εργασίες των μελετητών και λαογράφων που αναφέρω στα σχόλια των παραμυθιών, υπήρξαν για μένα πηγές έμπνευσης και μάθησης. Η αναφορά μου στο έργο τους είναι ενδεικτική σεβασμού και τιμής.