Μια φορά, λέει ένας στη γυναίκα του:

-Να κοιμηθώ νωρίς κι αύριο ταχιά-ταχιά να πάω στο παζάρι.

-Άμα θέλει ο Θεός, θα πάς.

-Μωρέ θέλει δε θέλει ο Θεός, εγώ πρέπει ταχιά να πάω στο παζάρι.

Παίρνει το γαϊδουράκι του ταχιά-ταχιά, και κινάει. Στα μισά του δρόμου τον πιάνουν ληστές, τον ληστεύουν, τον δίνουν κι ένα καλό ξύλο, πήραν και το γάιδαρο, πάει με τα πόδια στο σπίτι.

Ακόμη δε χάραξε, έφτασε, χτυπάει την πόρτα:

-Άνοιξε γυναίκα.

-Ποιος είναι τέτοια ώρα;

-Άνοιξε γυναίκα, άμα θέλει ο Θεός εγώ είμαι.