Θα σε πω ένα παραμύθι

το κουκί και το ρεβύθι,

εμαλώνανε στη βρύση.

Πέρασε και η φακή

και τους βάζει φυλακή.

Πέρασε και το φασόλι,

κι ούλους τους ξελευτερώνει.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας αγελάρης πού’χε τρείς θυγατέρες. Mε το χάραμα, πήγαινε τα γελάδια στη βοσκή, και το γιόμα γυρνούσε αποκαμωμένος στο σπιτικό του.

Καρσί στην αυλίτσα τους, ήταν το παλάτι του βασιλιά.

Μια μέρα, κει που έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος, πήγε η τρανή η αγελαροπούλα να ποτίσει το μπαξέ. Έβγαλε νερό απ’το πηγάδι, γιόμισε το γκιουμάκι και πότιζε. Είχαν μια κληματαριά, ροδιά, τριανταφυλλιές, και πολλά βασιλικά. Το βασιλόπουλο, κείν’ την ώρα σεργιανούσε στο λιακωτό και την είδε. Στάσου λέει, να την περιπαίξω:

-Πες με αγελαροπούλα που δροσίζεις και ποτίζεις,

πόσα φύλλα έχ’ βασιλικός;

Τον κοιτάει η κοπέλλα, τι να πεί! Κοτζάμ βασιλόπουλο είν’ αυτό, τί να πει και τί να χωρατέψει η έρμη ενός αγελάρη θυγατέρα! Παρατάει το γκιουμάκι, μπαίνει μες στο φτωχικό τους.

Την άλλη μέρα πάει να ποτίσει η δεύτερη. Βγάζει νερό απ’ το πηγάδι, γεμίζει το μπακράκι, ποτίζει τις τριανταφυλλιές, τη συκιά, το βασιλικό, ακούει μια φωνή.

-Δε με λες γελαροπούλα που ποτίζεις και δροσίζεις,

πόσα φύλλα έχ’ βασιλικός;

-Μάρ’ το βασιλόπουλο! Με θωρεί φτωχιά κι αγράμματη και θέλει να με κοροιδέψει, σκέφτηκε κι αυτή η αγελαροπούλα.

Σαβουρντάει το μπακράκι καταή, τρέχει μέσ’ στο σπίτι.

Την άλλη μέρα, το λιόγερμα πάλι, πάει κι η τρίτη αγελαροπούλα να ποτίσει. Τηράει τα λουλούδια, άλλα ποτισμένα, άλλα απότιστα. Βγάζει νερό απ’ το πηγάδι, έμ πότιζε, έμ σκεφτότανε:

-Τί έπαθαν οι αδερφές μου εψές- προψές κι έκαναν μισή δουλειά ;

Το βασιλόπουλο , τη θωρούσε απ’ το λιακωτό.

-Έ, λέει, γιά να γελάσουμε λίγο με την αγελαροπούλα .

-“Δε με λες γελαροπούλα που ποτίζεις και δροσίζεις,

πόσα φύλλα έχ’ βασιλικός”;

Τον βλέπει η αγελαροπούλα κι αποκρίνεται:

-Πες με σύ βασιλοπαίδι, πού διαβάζεις και ξετάζεις,

πόσα άστρα έχ’ ουρανός;

Μπήκε μέσα στο παλάτι το βασιλόπουλο, σκέφτονταν το ρεζίλεμα πού’ παθε από μια αγελαροπούλα, νέ έτρωγε, νέ έπινε! Το βλέπει ο βασιλές, πάει και το λέει:

-Τί έχεις παιδί μου κι είσαι βαλαντωμένο;

-Βασιλέα και πατέρα μου, τόσο καιρό διαβάζω και μαθαίνω και μία αγελαροπούλα μ’ έκανε να μην ξέρω τι ν’ αποκριθώ. Θέλω να βάλω τρία χοσμέτια στον αγελάρη να δω τι θα κάνουν.

-Αμέσως τώρα να στείλω να τον φέρουν.

Στέλνει ο βασιλές, τον ήφεραν μες στο μουσαφίρ οντά. Ο καημένος ο αγελάρης μετά βίας στέκονταν στα πόδια του απ’ την τρομάρα !

-Μη φοβάσαι αγελάρη, τον λέγει ο βασιλές. Σε φώναξα γιατί το βασιλόπουλο θέλει από σένα να κάνεις τρία χοσμέτια.

-Σαν τί θέλει από μένα τον φτωχό η αφεντιά σου βασιλόπουλο;

-Θέλω κυρ-αγελάρη, να με φέρεις ένα τουλούμι κρασί, να μην είναι από σταφύλια.

-Γίνεται βασιλόπουλο μ’, νά’ ναι κρασί και να μην είν’ από σταφύλια;

-Γίνεται δέ γίνεται, εγώ είπα και ελάλησα. Πάγαινε τώρα και μέχρι αύριο τέτοιαν ώρα να τό’ χεις φερμένο.

Πάει ο αγελάρης στο καλύβι του, χολωμένος ο άνθρωπος.

-Αμάν αγελαροπούλες μου, τί κακό είν’ αυτό που μας βρήκε! τις λέγει.

-Τί έγινε πατέρα;

-Τό και τό. Τίς τά’ πε όλα με το νι και με το σίγμα.

Οι δυο μεγάλες κλαίγαν και θρηνούσαν.

-Μαρ’ σταματείστε και με πήρατε το κεφάλι! Τις είπε η μικρή. Αντί να κλαίτε, δέ λογιάζετε τί να κάνουμε;

-Σαν τί να κάνουμε μαθές αδερφή; Γίνεται τέτοιο πράμα που μας γύρεψε; Δε νοιώνεις;

-Μόν’ του σπανού τα γένεια δε γίνονται. Θα πάμε στους βάτους να μάσουμε βατόμουρα. Θα τα ζουμπήξουμε, θα τα στίψουμε, και με το ζουμί τους θα γεμίσουμε όχι ένα, αλλά δυο τουλούμια. Να κρασί που δεν είν’ από σταφύλια!

Έτσι κι έκαναν. Γιόμισαν κανά δυο κοφίνια βατόμουρα, τά’ στιψαν, πέρασαν από ψιλή σήτα το ζουμί, και το ταχιά, το κρασί ήταν έτοιμο. Και τί κρασί! Κόκκινο-κόκκινο, ρουμπίνι!

Το βασιλόπουλο γέμισε μια γυαλένια κούπα, ήπιε και θάμαξε!

-Τα κατάφερες με το κρασί κυρ-αγελάρη, τον λάλησε. Καλό πράμα, μπρούσκο! Να διούμε όμως τί θα κάμεις μ’ αυτό που θα σε πω τώρα: Μέχρι αύριο τέτοιαν ώρα, να με φέρεις έναν τορβά αλεύρι που να μήν είναι από γεννήματα. Να μην είναι, νέ από σιτάρι, νέ από κριθάρι, νέ από σίκαλη, κι αλεύρι νά’ναι!

-Μα γίνεται αυτό που ζητάς αφέντη μου;

-Γίνεται δε γίνεται, σαν στο προστάζω νά γενεί!

Πάει ο αγελάρης σπίτι του, λέει στις αγελαροπούλες τό και τό. Κλάμα και κακό οι δυο μεγάλες.

-Σωπάτε μαρ’ αδερφές, να δουλέψει λίγο o νους μας, να διούμε τί θα κάνουμε, τις λάλησε η τρίτη η μικρότερη.

-Τί να κάνουμε αδερφή; Αλεύρι, μόν’ από γεννήματα γίνεται. Από τί να τον φτιάξουμε αλεύρι, από πέτρες ;

-Το βρήκα, αδερφούλες μου. Όχι από πέτρες, μα από ξύλα. Θά πάμε στ’ αργαστήρι του μαραγκού. Θα μαζέψουμε τα ροκανίδια, θα τα κοσκινίσουμε, και θα γεμίσουμε με κείν’ τη σκόνη την ψιλή, όχι ένα που μας ζήτησε, αλλά δύο τορβάδες !

Έτσι κι έγινε! Άμα ετοίμασαν τους τορβάδες, τους φορτώθηκε ο αγελάρης, πάει στο βασιλιά. Βλέπει το βασιλόπουλο όχι ένα, μά δυό τορβάδες καλογεμισμένους! Χώνει το χέρι του μες στο ψεύτικο αλεύρι, βγάζει μια χούφτα, το θωρεί μαλακό κι αφράτο.

-Βάι-βάι κυρ- αγελάρη, τον είπε, με βρήκες τ’ αλεύρι! Τώρα θα σέ γυρέψω το στερνό μ και το δυσκολότερο: μέχρι αύριο τέτοιαν ώρα, να με φέρεις τρία κοράσια απάρθενα, γκαστρωμένα.

-Μα βασιλόπουλο μ’, γιά απάρθενα θα είναι τα κοράσια, γιά γκαστρωμένα! Και τα δυο μαζί δέ γένεται!

-Τα ίδια μ’ έλεγες για το κρασί και για τ’αλεύρι κι όμως με τά’φερες. Πήγαινε τώρα, κι όπως σ’είπα , μέχρι αύριο τέτοιαν ώρα να με τα φέρεις.

Κάνει τον τεμενά ο αγελάρης, πάει στις αγελαροπούλες με μαύρη καρδιά.

-Βάι, βάι θυγατέρες μου, τί κακό μας ηύρε! Κρασί κι αλεύρι βρήκαμε αλλά κοράσια απάρθενα, γκαστρωμένα πώς να γίνει; Ένας Θεός ξέρει τί τιμωρία με περιμένει αύριο!

Οι μεγάλες ζάρωσαν σε μια γωνιά, βαλάντωσαν στο κλάμα. Η τρίτη η μικρότερη, λέει στον αγελάρη:

-Μή χολοσκάς πατέρα, και μην πικραίνεσαι. Κάτι θα βρούμε και τούτη τη φορά. Τρία κοράσια απάρθενα δε μας ζήτησε; Έ, αυτά είμαστε εμείς, οι τρείς αγελαροπούλες!

-Ναι μάρ’ αδερφή, είμαστε κι οι τρείς απάρθενες, μά δεν είμαστε γκαστρωμένες.

-Θα γίνουμε αδερφούλες μου! Πώς; Θά βάλουμε κάτω απ’ τα φουστάνια μας κάθε μια κι από’ να μαξιλάρι στην κοιλιά, κι ευθύς γινήκαμε!

Ταχιά-ταχιά λούστηκαν, χτενίστηκαν, φόρεσαν τα καλά τους, γυαλίστηκαν στο γυαλί, έδεσαν από κάτω μεριά απ’ τα φουστάνια τους από’ να μαξιλάρι, έριξαν από πάνω το φουστάνι και τη μισαλούδα με τα κεντήματα, κι ήταν έτοιμες.

-Σταθείτε να σας ορμηνέψω πέντε πράγματα πριν φύγουμε τις έκρινε η τρίτη, η μικρότερη. Πρώτα-πρώτα, σαν παρουσιαστούμε στο βασιλιά θα σταθούμε όλες με τη σειρά: πρώτα η τρανή, ύστερα η μεσιανή και στερνή εγώ. Σαν μας χαιρετήσει ο βασιλές, θα κλίνουμε το κεφάλι, γιατί σαν “γκαστρωμένες” δε μπορούμε να κάνουμε τον τεμενά. Ύστερα θα ρωτήσει ο βασιλές μή λιμπιστήκαμε τίποτα. Εσύ, κρένει στην τρανύτερη θα ζητήσεις ψάρι χωρίς κόκκαλα, κι εσύ κρένει στη μεσαία , μέλι με καρύδια.

Καμμιά φορά φτάνουν στο παλάτι, μπαίνουν στο μουσαφίρ οντά, κάνει ο αγελάρης έναν μεγάλο τεμενά, έκλιναν κι οι αγελαροπούλες το κεφάλι, στο βασιλέα και στο βασιλόπουλο.

-Ήφερες αγελάρη ότι σε γύρεψα; Τρία κοράσια απάρθενα, γκαστρωμένα; ρώτησε το βασιλόπουλο.

-Νάτες βασιλόπουλο, διες και μόνος σου.

.........

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

αγελάρης(ο)= ο γελαδάρης

σαράγια (τα)=ανάκτορα. Από το τουρκ. saray

καρσί (επίρρ)=απέναντι, αντίκρυ. Στα τουρκικά karsi. Η ετοιμολογία της λέξης είναι ελληνική, από το επίρρημα «εγκάρσια».

σεργιάνιζε (ρ)=περιεργαζόταν, έβλεπε, περιδιάβαινε

λιακωτό (το)=ευρύχωρος, ακάλυπτος εξώστης

γκιούμι (το)=μεταλλικό δοχείο νερού

μπακράκι (το)=ή μπακιράκι, χάλκινο δοχείο

καταή (επίρρ)= καταγής

λογιάζει (ρ)= θωρεί , βλέπει

τηράει (ρ)= (αρχ. τηρώ )παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω

θωρεί (ρ)= (αρχ. θεωρώ )κοιτάζω, παρατηρώ

κρένω (ρ)= (αρχ. κρίνω) μιλώ, αποκρίνομαι

χοσμέτι (το)= θέλημα, πρόσταγμα (λ. Τουρκ.)

νε (επίρρ.)= ούτε, μήτε

χωρατεύω (ρ)= μιλώ, συνομιλώ

μουσαφίρ οντάς (ο)= η αίθουσα υποδοχής, η καλή κάμαρα (λ.τουρκ.)

κοτζαμάν (επιρρ.) =τόσο μεγάλος, ολόκληρος

τεμενάς (ο)= η υπόκλιση (από το τουρκ. temennah)

ταχιά (το)= το πρωί

θάμαξε (ρ)=θαύμασε, απόρησε, κατεπλάγη. Συχνά απαντάται

με την έννοια του απορώ, όπως στους αρχαίους π.χ:

“θαμάζουμι, λογιάζουμι μι τούτο δω το θάμα,

να περπατούν οι ζωντανοί με τούς αποθαμένους.”

σήτα (η)= το κόσκινο ή το τρυπητό.(Από το αρχ. σήθω= κοσκινίζω)

τορβάς(ο)=σάκκος, σακκίδιο, ταγάρι. (Από το τουρκ. torba)

γεννήματα (τα)=σιτηρά, δημητριακά.

απάρθενες(οι)=παρθένες, παρθενικές.

μισαλούδα (η)= ποδιά Από τη λατινική λέξη mensalium = τραπεζομάντηλο.

γυαλί= ο καθρέφτης

γυαλίζομαι= καθρεφτίζομαι

βουκίτσα(η)=μικρή βούκα. Βούκα= μπουκιά στο θρ. Ιδίωμα ( < βέκος= άρτος, στα αρχ.ελληνικά )

κακοψύχι (το)=λαχτάρα, έντονη επιθυμία

πινάκι (το)= πιάτο(αρχ. πινάκιο).

Γαλατάς (ο) = εμπορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης.

 

ΣΧΟΛΙΑ

Το παραμύθι μου αφηγήθηκε η θεία Μαρία Αλμπανίδου η Κλεάνθαινα, που γεννήθηκε στο Ναίπκιοι (Άγ.Ευθύμιο) Ραιδεστού.

Είναι το μόνο από τα πολλά που μας έλεγε όταν είμασταν παιδιά, που θυμάμαι μέχρι τώρα και μπόρεσα να καταγράψω.

Η γιαγιά μου το θυμόταν αμυδρά με την εξής παραλλαγή: Το βασιλόπουλο ζητά λάδι να μην ειν’ από ελιά και η μικρότερη αγελαροπούλα επιθυμεί βούτυρο στη σούβλα αντί για κερί.

Η Δόμνα Αδαμίδου απ’ τη Καλίνδοια Κιλκίς, καταγόμενη από το Κούμπαγο Ραιδεστού, μου αφηγήθηκε παραλλαγή του παραμυθιού στην οποία ο βασιλιάς στο τέλος, συνάζει τα αρχοντόπουλα και βάζει τις κοπέλλες να διαλέξουν ποιόν θέλουν για άντρα τους. Οι δυο αδελφές διαλέγουν όμορφα παλληκάρια ενώ η τρίτη έναν «καργιολάν’», δηλαδή έναν φαλακρό, που ήταν όμως το ίδιο το βασιλόπουλο μεταμφιεσμένο, και η κοπέλλα το αναγνώρισε.

Στα “Λαικά παραμύθια της Χαλκιδικής” ο Στέργιος Βαγγλής αναφέρει: “Οι έννοιες το “τριπλού” και του “τρίτου” κυριαρχούν στο δομικό και ιδεολογικό σύστημα του παραμυθιού” “… ο αριθμός “τρία” κυριαρχεί όχι μόνο στα πρόσωπα και στα αντικείμενα αλλά και στην επαναληπτική διαδικασία των καταστάσεων…και μάλιστα η δύναμη, η υπεροχή, η πρόκριση στο τριαδικό στοιχείο χαρακτηρίζει το τρίτο μέρος”.

Στο συγκεκριμένο παραμύθι οι αγελαροπούλες είναι τρεις, αλλά η τρίτη είναι κι η εξυπνότερη και γίνεται βασίλισσα. Το βασιλόπουλο ρωτά τρείς φορές κι αποστομώνεται την τρίτη. Η δοκιμασία επίσης στην οποία υποβάλλεται ο αγελάρης είναι τριπλή.