ΟΙ TΡΕΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ ΚΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει

παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Μια φορά κι έναν καιρό

πήγ’ η γάτα στο χορό

και δε χόρεψε καλά

και της κόψαν την ουρά .

Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας.

 

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό χωριό, ζούσαν τρείς  ορφανές κοπέλλες με το γέρο πατέρα τους . Ήταν έμορφες, καλές κι άξιες,  όμως κανείς  απ’ το χωριό, δεν έστελνε προξενιά να τις γυρέψει .Βλέπετε, κείνα τα χρόνια, τα πεθερικά ήθελαν η νύφη να’ χει προίκα, κι αυτές ήταν οι φτωχότερες. Δεν είχαν μαντήλι που λέει ο λόγος, ούτε δεύτερο φουστάνι ν’ αλλάξουν! Το καλυβάκι που έμεναν ρημαδιό, από παντού έμπαζε.

Ταχιά πρωί πήγαινε ο γέρος με το γαϊδουράκι του στο βουνό, είτε  φόρτωνε ξύλα, είτε μάζευε χόρτα, κατέβαινε στο χωριό και  τα πουλούσε στις γειτονιές. Είτε του’ διναν λεφτά, είτε κανά ψωμί, ίσα-ίσα που ζούσαν. Μεροδούλι-μεροφάι. Μια είχαν να φάνε, δυο ούτε κι αυτό. Τέτοια φτώχεια! Μα ο καημός ο μεγάλος του γέρου ήταν πώς να  τις παντρέψει τις θυγατέρες του.

Μια μέρα σαν  όλες τις άλλες, πήγε στο βουνό για ξύλα. Πελέκησε με το μπαλταδάκο του, έκοψε μερικά κλαδούδια, κουράστηκε γέρος άνθρωπος. Έκατσε καταή στα χόρτα να ξαποστάσει, λόγιασε τις κόρες του κι αναστέναξε, να ραγίσουν τα βουνά.

-Τί έχεις παππού κι αναστενάζεις; ακούει μια φωνή.

 

Ξαφνιάστηκε ο γέρος! Θαρρούσε πως ήτανε μοναχός του και δεν τον αφιγκριότανε κανείς. Τηράει, βλέπει ένα αρχοντόπουλο χρυσοντυμένο, καβάλλα σ’ άλογο με ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες.

-Αχ! Αρχοντόπουλο, δε σ’ ένοιωσα  που ζύγωσες, και τρόμαξα. Πώς να μην αναστενάζω; Είμαι φτωχός, κι έχω, ούτε μια, ούτε δυο, παρά τρεις θυγατέρες της σειράς, ανύπαντρες! Μ’ αυτονών τον καημό θα πεθάνω ο δόλιος!

-Γι αυτό πικραίνεσαι; Δε με δίνεις την τρανύτερη, να την πάρω εγώ; Ήρθα από μέρος μακρινό και ψάχνω μια καλή κοπέλλα να βρώ να παντρευτώ. Ούτε προικιά θέλω, ούτε τίποτα, μόνο την κόρη σου.

-Σαν είναι έτσι γιε μου, πάρ’ τηνε με την ευχή μου.

-Θα καρτερώ σ’ αυτό το μέρος να  τη φέρεις, να την πάρω στον τόπο μου να την παντρευτώ.

Πάει ο γέρος στο καψοκάλυβο μες στη χαρά.

-Άχ! Κορίτσι μου, λέει στην τρανύτερη, τέτοιο καλό τυχερό που σ’ έλαχε, δεν τού’δες μήτε στον ύπνο σου! Ένα αρχοντόπουλο, ένας λεβέντης ίσα με κει πάνω, σε γύρεψε γυναίκα του. Κάνε γρήγορα, τον έταξα να πάμε στο βουνό τώρα, να σε πάρει στον τόπο του να παντρευτείτε.

Χαρές πού’ κανε η κοπέλλα ! Σα ψέμματα την φαίνονταν. Την έλουσαν, τη χτένισαν οι αδερφές της, φιλήθηκαν, κι αποχωρίστηκαν. Οι καημένες μια  έκλαιγαν για τον ξεχωρισμό, μια γελούσαν από χαρά.

Πάνε με το γέρο στο βουνό, βρίσκουν το αρχοντόπουλο. Φιλάει η κοπέλλα το χέρι του γέρου, κοντολυγίζει ο νιος τ’ άλογο, κάθεται η κοπέλλα στη σέλλα , τους χαιρετάει ο γέρος και φεύγουν.

Όλη νύχτα πήγαιναν και πήγαιναν. Σιμά στο μεσονύχτι, φτάνουν σ’ ένα μαύρο πύργο, ψηλό κι αραχνιασμένο. Ξεκαβαλλικεύει το αρχοντόπουλο, την πιάνει από τη μέση, την κατεβάζει , μπαίνουν στον πύργο. Ψυχή δεν υπήρχε, ερημιά. Όπου ξάνοιγε το μάτι της μαλάματα και πλούτη. Αφήνουν τη μεγάλη σάλα, μπαίνουν σ’ ένα μικρόν οντά. Εκεί άρχισε μια βουή, μια ανεμοζάλη, και το αρχοντόπουλο έγινε ξαφνικά ένας δράκος φοβερός και τρομερός! Πισωπάτησε η κοπέλλα, έχασε τη μιλιά της απ’ την τρομάρα.

-Μη φοβάσαι κοπέλλα μου, την λέγει Είμαι δράκος και σε θέλω για να σε παντρευτώ, όχι για να σε φάω. Ότι έχω και δεν έχω θα γενεί δικό σου, θά’ σαι η κυρά του πύργου. Αλλά για να γίνεις δράκαινα , πρέπει να φας κάτι τι, ζωντανό.

-Τί να φάω; μόλις πού’ βγαινε η λαλιά της, η κοπέλλα.

-Να φας αυτό, μια σταλιά πραματάκι είναι., και την δίνει μια γλώσσα φιδιού που σάλευε!

-Σε τρεις μέρες και τρεις νύχτες θα ’ρθώ, να διω αν την έφαγες. Μόνο πρόσεξε μη με κοροιδέψεις!

Την κλειδομανταλώνει ο δράκος στο ονταδάκι, έφυγε. Κάθισε η κοπέλλα στο μιντέρι, βουρκωμένη.

-Άς τη φάω, είπε, κι ότι είναι να γίνει ας γίνει.

Πιάνει να τη βάλει στο στόμα της, δε μπορούσε. Απ’ τη μια σιχαινότανε απ’ την άλλη φοβότανε το φαρμάκι!

-Θα την κρύψω, λέει, κάτω απ’ την κουρελού, και θα πω ψέμματα πως την έφαγα . Πού θα το καταλάβει ;

Έλα όμως που η γλώσσα ήτανε μαγεμένη και μιλούσε, κι όλα τα πρόδινε στο δράκο!

Έρχεται ο δράκος μετά από τρεις μέρες.

-Έφαες τη γλώσσα του φιδιού; τη ρωτάει.

-Ναι αφέντη, την έφαγα.

-Αλήθεια την έφαες;

-Την έφαγα.

-Τρίτη και τελευταία φορά, την έφαες;

-Ναι.

 

-Για να διούμε! Γλώσσα, γλώσσα πού είσαι;

-Κάτ’ απ’ την κουρελού, κάτ’ απ’ την κουρελού! τσίριξε η γλώσσα.

Αρπάζει τότε ο δράκος ,την κοπέλλα απ’ τα πλεξούδια και τη σέρνει στο κατώι του πύργου. Παίρνει ένα λαηνάκι  με μαγεμένο νερό, την περιχεί, τη  μαρμάρωσε !

Tο πρωί, ο γέρος ξαναπάει με το γαϊδουράκι στο βουνό, όπως κάθε μέρα, να βγάλει το μεροκάματο. Σαν έκοψε ένα φόρτωμα, απόστασε κι έκατσε καταή να ξεκουραστεί. Θυμήθηκε τις δυό  κόρες του τις ανύπαντρες κι αναστέναζε:

-Βάι, βάι, βάι!

-Τί έχεις παππού κι αναστενάζεις; ακούει μια φωνή.

Γυρνάει, αντικρύζει ένα αρχοντόπουλο, όμορφο σαν τ’ άλλο.

-Τρεις θυγατέρες έχω γιε μου, κι είμαι φτωχός. Την τρανή, δόξα τω Θεώ, εψές  την έδωκα στο γαμπρό. Με τις άλλες δυο όμως, τί θα κάνω;

-Αν είν’ έτσι, καλά που σ’ αντάμωσα! Έρχομαι από πολύ μακριά και γυρεύω μια κοπέλλα να παντρευτώ. Δε με μέλλει, έχει δεν έχει προικιά,  μον’ να’ ναι καλή κι άξια! Δε με δίνεις εμένα τη δεύτερη να την πάρω;

-Άν είναι έτσι, με την ευχή μου.

-Σύρε και φέρ’ την. Θα σας καρτερώ εδώ πέρα.

Πάει ο γέρος στο καλύβι, τα λέει στις κόρες του. Πιάνει η δεύτερη κόρη να ετοιμάζεται, λούστηκε, χτενίστηκε, αποχαιρετάει την αδερφή της, φεύγουν με το γέρο στο βουνό. Ασπάζεται το χέρι του γονιού της, κάθεται πισοκάπουλα , έφυγαν κι αυτοί. Τα μεσάνυχτα έφτασαν στον ίδιο πύργο. Κι άμα το καταλάβατε, έτσι είναι: το αρχοντόπουλο κι αυτή τη φορά, ήταν ο δράκος. Μια και δεν έγινε η τρανή αδερφή δράκαινα, άλλαξε θωριά να μην τον γνωρίσει ο γέρος, και πήγε, πήρε τη δεύτερη. Την έμπασε κι αυτή στο καμαράκι, ξαναφάνηκε σα δράκος, έβγαλε τη γλώσσα του φιδιού, κι είπε:

-Τρεις μέρες και τρεις νύχτες, σε δίνω διορία να φάς τη γλώσσα για να γίνεις σωστή δράκαινα . Πρόσεξε όμως καημένη, μην πας να με γελάσεις, χάθηκες!

Έλα όμως που κι αυτή φοβόταν να βάλει τη γλώσσα  του φιδιού τη φαρμακερή, στο στόμα της! Πάει στο παραγώνι και κρύβει τη γλώσσα μες στη στάχτη. Διάβηκαν τρείς μέρες,  το μεσονύχτι, ήρθε ο δράκος. 

Πού να το σκεφτεί η έρμη, που η γλώσσα θα μιλούσε!

Έρχεται ο δράκος, τη ρωτάει τρεις φορές:

-Τό’ φαες;

-Τό’ φαγα.

-Γλώσσα, γλώσσα που είσαι; βάνει μια αγριοφωνάρα.

-Μες  στη στάχτη, μες στη στάχτη.!

Σκαλίζει με τη μασιά τη στάχτη, βρίσκει τη γλώσσα αφάγωτη.

-Βρε ψευτρού πού’ χεις μούτρα να με κοροιδέψεις, τώρα θα διεις!

Την αρπάζει απ’ τα σγουρά πλεξούδια και την τραβάει στο κατώι, καρσί στην αδερφή της!

-Μη με πειράξεις δράκε, έκλαιγε αυτή.

-Τη βλέπεις αυτή τη μαρμαρωμένη; είν’ η αδερφή σου η πρώτη, που πήγε να με κοροιδέψει. Κάτσε τώρα εδώ, να’ στε αντάμα, της λέγει. Αδράχνει το λαηνάκι, τη ραίνει, τη μαρμάρωσε κι αυτή !

Νύχτα σέλλωσε τ’ άλογο, νύχτα το καλλίγωσε, βάζει το χαλινάρι του όλο μαργαριτάρι, παράλλαξε τη θωριά του, και πήγε στο βουνό να βρει το γέρο.

Τον ηύρε πρωί-πρωί να πελεκίζει και καρτερούσε πότε θα αναστενάξει.

Πελέκησε ο γέρος  κανα δυο κούτσουρα, απόστασε.

-Τέλεψα! είπε. Ας καθίσω πα στην πέτρα .

-Βάι, βάι, βάι!

-Καλημέρα παππού. Τι έχεις και βαριαναστενάζεις;

Λογιάζει ο γέρος ένα αρχοντόπουλο δυο φορές ομορφότερο απ’ τ’ άλλα! Έλαμπε μες στην αρματωσιά του, καλύτερα απ’ τον ήλιο!

-Ώρα καλή σου, αρχοντόπουλο. Έχω τρεις θυγατέρες, τις δυό, δόξα τω Θεώ τις πάντρεψα εψές και προψές, αλλά την τρίτη τη μικρότερη, πώς θα την παντρέψω; Δεν έχω να τη δώκω τίποτα για προίκα! Κρίμα στα νειάτα της και στην εμορφιά της.

-Δε με τη δίνεις εμένα παππού; φέρ’ την εδώ αύριο όπως είναι.

 

Πάει ο γέρος στο καλύβι, γελούσαν τα μουστάκια του απ’ τη χαρά!

-Αχ! κορτσούδι μ’, ήρθε και για σένα η ώρα η καλή. Ένα αρχοντόπουλο , σε γυρεύει για γυναίκα του. Άλλο να σε λέγω κι άλλο να το θωρείς!

-Κι άμα ξενοπαντρευτώ και γω πατέρα ποιός θα σε κοιτάζει;

-Συ παντρέψου με το καλό κι έχει ο Θεός για μένα.

-Όχι πατέρα ,δε μπορώ να φύγω μακριά κι εγώ, ν’ απομείνεις μόνος!

-Θα πας! Αφού το’φερε έτσι η τύχη σου θα πας!

Τι να κάνει η κόρη, λούστηκε, φαρδιοπλέχτηκε, πήγαν στο βουνό. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν, καβαλλίκεψε η μικρή πίσω απ’ τ’ αρχοντόπουλο,  κι έφυγαν . Βαρεί  αυτός την πρώτη καμτσικιά, πάνε σαράντα μίλια  κι όσο να πουν “ Ώρα καλή” άλλα σαρανταπέντε. Πάνω στο μεσονύχτι φτάσαν στον πύργο τον ψηλό, το μαυραραχνιασμένο.

Μπαίνουν στο ίδιο καμαράκι πού’ χαν πάει κι οι αδερφές της, φανερώθηκε ο δράκος κι  έβγαλε τη φιδόγλωσσα. Όσο τον τηρούσε η μικρή σκιαγμένη την παρήγγειλε:

-Για να γίνεις δράκαινα να πρέπεις για ταίρι μου, θα φας τούτη τη γλώσσα σε τρεις μέρες διορία.

                           ……………………………………

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

 

μπαλτάς (ο) = το τσεκούρι, ο πέλεκυς <τουρκ. balta.

της σειράς = της παντρειάς

σάλα (η) = μεγάλο δωμάτιο υποδοχής, χωλ <ιταλ. sala

παραγώνι (το) = τζάκι, γωνιά..

λαηνάκι (το) = πήλινο σταμνί, μικρό λαήνι.

λογιάζει = κοιτάζει, παρατηρεί, σκέφτεται ( λογίζεται ).

λόθρες (οι) = καρφιά του πέταλου.

καλίγωσε = πετάλωσε.

κατώι (το) = υπόγειο

τέλεψα = κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο (μτφ), τελείωσα (κυριολεκτ.)

βάι (επιφ) = επιφώνημα λύπης, “αχ!”, αλλίμονο (τουρκ. vay)

βλαντί (το) = από τη βυζ. λέξη  «βλαττίον» που σημαίνει πολύτιμο ύφασμα.

ασημογιόρντανο (το) = περιλαίμιο από χυτές ασημένιες πλάκες ή συρματερό πλέγμα που περιβάλλει το λαιμό και στολίζεται με μαλαμοκαπνισμένα ελάσματα, πολύτιμους λίθους που απομακρύνουν  το κακό, και νομίσματα.

αρμαθιά (η) = σύνολο όμοιων πραγμάτων περασμένων σε νήμα ή σύρμα ή βούρλο < αρχ. ορμαθός.

βιός (το) = η περιουσία < αρχ. βίος

καταπιάστηκαν = βάζω μπρος κάτι, επιχειρώ, ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι.

Καλντερίμι = παραφθορά της λέξης των  βυζαντινών, «καλλιδρόμιον» ή «καλλίδρομος». Υπάρχει στην τουρκ. ως kaldirim.

διέ = δες, ίδε,ιδέ..

πεχλιβάνηδες (οι) = οι παλαιστές που πάλευαν υπό την ανάλογη μουσική υπόκρουση σε πανηγύρια και γάμους < τουρκ. pehlivan.Η πάλη ήταν πολύ διαδεδομένη στα έθιμα των ελληνικών πληθυσμών της Θράκης και Μ. Ασίας, έχοντας συχνά αλληγορική προέκταση όταν γινόταν μεταξύ ρωμιού και τούρκου αθλητή.

γκάιντες (οι) = πνευστό μουσικό όργανο απαρτιζόμενο από ασκί και αυλό (αρχ. άσκαυλος) (τουρκ. gayda ).

καβάλια (τα) = μακριές φλογέρες. Τα καβάλια, οι γκάιντες και οι ζουρνάδες ήταν τα παλαιότερα πνευστά όργανα των θρακικών χωριών, που  εκτοπίστηκαν μερικώς από το κλαρίνο .Απεικονίζονται πολύ συχνά σε τοιχογραφίες των Βυζαντινών.

γαιτάνια (τα) = κορδόνι < μεσαιων. λατ. gaitanum < gaeta, (τουρκ. gaitan).

χορός τρία γαιτάνια = τρεις κύκλοι.

 

 

ΣΧΟΛΙΑ

 

 

Το παραμύθι αφηγήθηκε η γιαγιά μου Δόμνα, όπως το άκουγε από τις γυναίκες, μάνες και γιαγιάδες, στα νυχτέρια, σε ώρες δουλειάς ή ανάπαυλας, στο χωριό της Κορύτα, τώρα Κορυφές, Καβάλας.

 ο καλοκαίρι, τα νυχτέρια γίνονταν στο ύπαιθρο γύρω από την πυρά,  σε συνδυασμό με τις εποχιακές χειρωνακτικές εργασίες, π.χ. το καθάρισμα των καλαμποκιών. Το χειμώνα, στα σπίτια σε κλειστό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο, δίπλα στην αναμμένη εστία ενώ κεντούσαν, έραβαν ή έπλεκαν . Την περίοδο της Αποκριάς και του Δωδεκαήμερου, τα νυχτέρια γίνονταν κατεξοχήν για διασκέδαση και γλέντι ως κοινωνικές συγκεντώσεις . Μετά απ’ τους χορούς και τα τραγούδια, ακολουθούσαν τα παιχνίδια, τα αινίγματα, τα  μασάλια, και η ένταση της ομήγυρης κόπαζε με την αφήγηση παραμυθιών για μικρούς και μεγάλους.

Οι ταλαντούχοι αφηγητές,  οι παραμυθάδες ή μασαλτζήδες επικρατούσαν. Κανείς όμως, δεν έπρεπε να μείνει αμέτοχος απ’ την αφήγηση ενός παραμυθιού, όπως κι απ’ το χορό, το τραγούδι, τα αινίγματα, κάθε τομέα συλλογικής έκφρασης της παραδοσιακής κοινωνίας. Όλοι είχαν κάτι να δώσουν.

 

 

 

Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

 

 Συνήθως τα  παραμύθια άρχιζαν μ’ ένα έμμετρο σκωπτικό προοίμιο σχετικό ή άσχετο με το περιεχόμενο του παραμυθιού. Κάποια, όπως και αυτό του συγκεκριμένου παραμυθιού λεγόταν και μόνα τους ως παιδικά τραγουδάκια κι η αναφορά τους σε παραμύθι , ήταν που τα έκανε ιδιαιτέρως  αγαπητά στα παιδιά .

Η τυπική έναρξη των παραμυθιών «μια φορά κι έναν καιρό», ή οι συναφείς «έναν καιρό κι ένα ζαμάνι», «κάποτε», με τη ασάφειά τους αποδεσμεύουν τη φαντασία ακροατή και αφηγητή από συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, και εισάγουν την φανταστική διάσταση του παραμυθιού.

Με τη φράση «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα », επισφραγίζεται η δικαίωση του καλού, δημιουργείται ατμόσφαιρα  αποκατάστασης των πάντων και συναινούν οι παρόντες στην υπεροχή της δικής τους ευτυχίας.(Στ. Βαγγλή Παραμύθια της Χαλκιδικής) .

Συχνά ακολουθεί μια έμμετρη σκωπτική φράση που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του αφηγητή στα γεγονότα με μια διάσταση αληθοφάνειας. Η ίδια  σκωπτική φράση ή το ίδιο προοίμιο χρησιμοποιούνται σε οποιοδήποτε παραμύθι κατά την κρίση του αφηγητή.